Του Μπέρτολντ Μπρεχτ (10 Φεβρουαρίου 1898 – 14 Αυγούστου 1956)
Πηγή: kar.org.gr
Ακούμε: δε θέλεις πια να δουλέψεις μαζί μας.
Γονάτισες, δε μπορείς άλλο να τρέχεις.
Κουράστηκες, δε μπορείς πια να μαθαίνεις καινούργια.
Ξόφλησες: Κανείς δε μπορεί να σου ζητήσει να κάνεις πια τίποτα.
Μάθε λοιπόν: εμείς το ζητάμε.
Σαν κουραστείς κι αποκοιμηθείς, κανείς δε θα σε ξυπνήσει πια να πει:
σήκω, το φαΐ είναι έτοιμο.
Γιατί να υπάρχει έτοιμο φαΐ;
Σαν δεν μπορείς άλλο να τρέχεις, θα μείνεις ξαπλωμένος.
Κανείς δε θα σε ψάξει για να πει: “έγινε επανάσταση, τα εργοστάσια σε περιμένουν”.
Γιατί να ’χει γίνει επανάσταση;
Όταν πεθάνεις θα σε θάψουν,είτε φταις που πέθανες, είτε όχι.
Λες: πολύν καιρό αγωνίστηκες, δε μπορείς άλλο πια ν’ αγωνιστείς.
Άκου λοιπόν: είτε φταις, είτε όχι, σαν δεν μπορείς άλλο να παλέψεις θα πεθάνεις.
Λες: πολύν καιρό ήλπιζες, δεν μπορείς άλλο πια να ελπίσεις.
Ήλπιζες τι; Πώς ο αγώνας θαν’ εύκολος;
Δεν είν’ έτσι. Η θέση μας είναι χειρότερη απ’ όσο νόμιζες.
Είναι τέτοια που: αν δεν καταφέρουμε το αδύνατο, δεν έχουμε ελπίδα.
Αν δεν κάνουμε αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας ζητήσει, θα χαθούμε.
Οι εχθροί μας περιμένουν να κουραστούμε.
Όταν ο αγώνας είναι στην πιο σκληρή καμπή του,
οι αγωνιστές έχουν την πιο μεγάλη κούραση.
Οι κουρασμένοι χάνουν τη μάχη.
#1 by epiloges on 16 Αυγούστου 2015 - 6:46 πμ
κανείς δεν βολεύεται με λιγότερο ουρανό. Ολη η γη θα γίνει κόκκινη αλλά θέλει πατήματα γερά στο έδαφος της πραγματικότητας, των γήινων συνθηκών εκάστοτε!